- μυρσινοειδής
- -ές (Α μυρσινοειδής, -ές)1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνηςνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδήβοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδεςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρσινοειδέςη κληματίδα, το κλαδί τής κληματαριάς.επίρρ...μυρσινοειδῶς (ΑΜ)με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. εκτομή σε σχήμα και μέγεθος φύλλου μυρσίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.